- άπλευστος
- ος , ον несудоходный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άπλευστος — ἄπλευστος, ον (Α) εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς … Dictionary of Greek
ἄπλευστος — not navigated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλευστον — ἄπλευστος not navigated masc/fem acc sg ἄπλευστος not navigated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλεύστου — ἄπλευστος not navigated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)